- βουτηχτός
- -ή, -όεπίρρ. βουτηχτά ο βρεγμένος, ο βουτηγμένος: Έφαγα ψωμί βουτηχτό στο γάλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βουτηχτός — ή, ό [βουτώ] 1. αυτός που έχει βυθιστεί σε νερό, υγρό, χρέος κ.λπ. 2. βρεγμένος, σκεπασμένος από υγρό («βουτηχτός στη λάσπη», «βουτηχτός στο αίμα» κ.λπ.) 3. (για ψάρια και θαλασσινά) εκείνος που ψαρεύεται με βουτιές … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek